- ατελής
- Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι, τέσσερα μακριά και αδύνατα άκρα και μια μακριά ουρά πολύ ευκίνητη που του επιτρέπει να πηδά με πολύ μεγάλη ευκολία από το ένα κλαδί στο άλλο. Το τρίχωμα του είδους αυτού είναι ομοιόμορφα μαύρο, κοντό και δεν καλύπτει το πρόσωπό του.
Με το ίδιο όνομα υπάρχει και γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των συλφιδών, που ζουν σε χώρες της Νότιας Αμερικής.
Χαρακτηριστικός τύπος ατελούς, είδος πιθήκου που ζει στα δέντρα.
* * *-ές (AM ἀτελής, -ές) [τέλος]1. αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, ημιτελής, ασυμπλήρωτος2. εκείνος που δεν έχει πλήρη ανάπτυξη, ελαττωματικός3. αυτός που είναι απαλλαγμένος από φόρους, ο αφορολόγητοςμσν.1. (για διαθήκη) άκυρος2. (για πρόσωπο) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά τουαρχ.1. αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο ανεκτέλεστος2. ο χωρίς αποτέλεσμα, άσκοπος3. ακέραιος, σώος4. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ατέλειωτος5. αόριστος, ακαθόριστος6. αυτός που είναι απαλλαγμένος από εισφορές7. (για χρηματικά ποσά) χωρίς κρατήσεις, ακέριος8. ανέξοδος, μη δαπανηρός9. αμύητος10. άγαμος, μόνος11. ανίκανος για κάτι12. φρ. «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — ευνουχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.